- ὑπείκουσαν
- ὑπείκωretirepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повиньноватисѧ — ПОВИНЬН|ОВАТИСѦ (2*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Подчиняться, покоряться, повиноваться: нѣка˫а красьна сѹщи отроковица. д҃вьствомь ѹкрасившисѧ, ˫ата бы(с) ˫ако хѹльствовавъши ц(с)рма и идоломъ… и не повиньновавшисѧ неч(с)тью ихъ, и продаша ю на лодью.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek